- radioaltimeter
- радиовысотомер
English-Russian dictionary on household appliances. 2014.
English-Russian dictionary on household appliances. 2014.
ραδιοϋψόμετρο — το, Ν (αεροπορ.) συσκευή η οποία επιτρέπει τον προσδιορισμό τής κατακόρυφης απόστασης ενός αεροσκάφους από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioaltimeter (< λατ. radius «ακτίνα» + altimeter «υψόμετρο»)] … Dictionary of Greek